πλάταξ

πλάταξ
-ακος, ὁ, Α
(στους Αλεξανδρείς) το ψάρι κορακίνος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται μάλλον με το επίθ. πλατύς και το ψάρι έχει ονομαστεί έτσι λόγω τού σχήματός του. Η άποψη ότι η λ. πλάταξ έχει σχηματιστεί από το ρ. πλαταγῶ λόγω τών ήχων που βγάζει το ψάρι δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλάταξ — the fish masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτακας — πλάταξ the fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατάκιον — τὸ, Α [πλάταξ, ακος] υποκορ. τού πλάταξ …   Dictionary of Greek

  • Platteiße, die — Die Platteiße, plur. die n, eine Art Schollen in der weitern Bedeutung, deren Augen auf der rechten Seite befindlich sind; Pleuronectes Platessa L. Sie haben einen glatten, platt gedrückten Körper, und einen mit sechs Höckern versehenen Kopf, und …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • πλατίστακος — ὁ, Α 1. το ψάρι μύλλος*. το μυλοκόπι 2. το ψάρι σαπέρδης* 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» 4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”